- μονόδρομο
- tek yönlü yol, tek yol
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
μονοδρομώ — έω [μονόδρομος] καθιστώ μονόδρομο έναν δρόμο διπλής κατεύθυνσης … Dictionary of Greek
μονόδρομος — ο δρόμος που προορίζεται για την κίνηση οχημάτων προς μια μόνο κατεύθυνση: Ο τροχονόμος τού έκοψε κλήση για παράβαση σε μονόδρομο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)